- ζυγοκλεπτώ
- ζυγοκλεπτώ, -έω (Α)κλέβω στο ζύγισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + κλέπτω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek